- φθειροφάγοι
- φθειρο-φάγοι [pron. full] [ᾰ], οἱ,A lice-eaters, name of a tribe in the Caucasus, Str.11.2.19 (but perh. eaters of fir-cones, as they lived near Πιτυοῦς), Porph.Chr.69.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φθειροφάγοι — lice eaters masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθειροφάγους — φθειροφάγοι lice eaters masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθειροφάγων — φθειροφάγοι lice eaters masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθειροφάγος — ον, Α (κυρίως το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ φθειροφάγοι λαός τής Κολχίδος που συνήθιζε να τρώει σπόρους κουκουναριάς και τού οποίου η ονομασία οφείλεται, κατά τον Στράβωνα, στη ρυπαρότητά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < φθείρ, φθειρός + φάγος*] … Dictionary of Greek